- συναιθύσσω
- Α1. κυμαίνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον2. κινώ κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο και γρήγορα («συναιθύσσειν πλοκάμους θυέλλαις», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + αἰθύσσω «αναταράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναιθύσσοντες — συναιθύσσω stream pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιθύσσοντος — συναιθύσσω stream pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιθύσσουσα — συναιθύσσω stream pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)